- πρωιμάδι
- τοό,τι γίνεται νωρίς, πρόωρα (καρπός, λαχανικό, ζώο): Φέτος έχουμε αρκετά πρωιμάδια στο κοπάδι (δηλ. αρνιά ή κατσίκια πρώιμα γεννημένα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.