πρωιμάδι

πρωιμάδι
το
ό,τι γίνεται νωρίς, πρόωρα (καρπός, λαχανικό, ζώο): Φέτος έχουμε αρκετά πρωιμάδια στο κοπάδι (δηλ. αρνιά ή κατσίκια πρώιμα γεννημένα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωιμάδι — το, Ν καρπός ή λαχανικό το οποίο παράχθηκε πριν από τη συνήθη εποχή, πρώιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρώιμος + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι, γλυκ άδι)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτολούβι — το, Ν καρπός που ωρίμασε πρώιμα, πρωϊμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λουβί «μικρός λοβός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”